- κιρκίας
- κιρκίας, ου, ὁ,A = κίρκιος, cj. for καικίας in Arist.Mu.394b31 and for κίρκας in Id.Vent.973b20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιρκίας — κιρκίᾱς , κιρκίας masc acc pl κιρκίᾱς , κιρκίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρκίαν — κιρκίᾱν , κιρκίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) κιρκίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)